Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Lost Bodies
















Περιδίνιση


Περιδίνηση και διάθλαση στο φώς, στα χρώματα στο φώς στα χρώματα.
Εκτίναξη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σε όλα τα σημεία του ορίζοντα σε κάθε σημείο του χώρου στο άπειρο.
Ταξιδεύοντας με ηλιγκιώδη ταχύτητα, φλόγες γλύφουν τα πλευρά, το στήθος.
Πάνω από λιβάδια καταπράσινα.
Ναʼμαι, έρχομαι, ήρθα, εδώ είμαι, Χριστέ μου επιτέλους ναʼμαι, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ όπου πάντα τα όνειρα μου αισθάνονταν, γνώριζαν, γεννιούνταν, φώλιαζαν.
Σε αυτά τα χωράφια, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, εδώ. Εμείς, εγώ, εμείς, εμείς, εμείς, εμείς, να περνάμε μέσα από τοίχους, χόρτα, δένδρα. Να κυλιστούμε, να εκτιναχτούμε χωρίς βαρύτητα. Να παίζουμε και να γελάμε, να γελάμε, να γελάμε.
Ότι είχαμε θεωρήσει "ήλιος" φαντάζουν αδύναμες λάμπες σε μουντό τοπίο από παροπλισμένες χίμαιρες.
Εδώ το φως λούζει, διαπερνά.
Κάθαρση, έκσταση, διάχυση, εκτίναξη, περιδίνηση, διάθλαση.
Ράγες φωτεινές που τέμνονται στον αέρα εκτείνονται στο άπειρο, διαθλώνται, διασκορπίζονται, λειώνουν και γίνονται καταρράκτες από φως και χρώματα.
Το σώμα μετεωρίζεται αφήνοντας μία γλυκιά και υπέροχη αίσθηση στο στομάχι.
Χρώματα ξανά μη ειδωμένα που αλλάζουν συνέχεια. Παίζουν. Τυλίγονται. Επιταχύνονται. Ζωογονούν.
Ουσία
Ουσία
Ουσία
Ουσία
Το εδώ γίνεται παντού και πάντα, όλα ενοποιούνται.
Ουσία
Ουσία
Ουσία
Όπως όταν κουνάς νωχελικά το κεφάλι σου δεξιά - αριστερά, πάνω και κάτω.
Οι εικόνες ενώνονται όλες σε μία που τα περικλείει και τα περιλαμβάνει όλα
όλα τα ενοποιεί και τα κατανοεί, αισθάνεται και πραγματώνει.
Τα αντίθετα ενώνονται χορεύοντας.
Πανηγύρι, γιορτή λαχτάρα, ανάσα, ζωή.



Διονύσης Σαββόπουλος













 Μιά θάλασσα μικρή


Μια θάλασσα μικρή,
μια θάλασσα μικρή
είναι το καλοκαίρι μου,
ο έρωτάς μου, ο πόνος μου

Μια θάλασσα μικρή
στα δυο σου μάτια φέγγει
κάθε πρωί

Μια θάλασσα μικρή
στο δάκρυ στο τραγούδι,
στο κάθε σου φιλί
Μια θάλασσα μικρή

Μια θάλασσα μικρή,
μια θάλασσα μικρή
και στη γωνιά η στάμνα μου
για ένα καλοκαίρι
ήσουνα εσύ

Σε τραγουδούσα εγώ
σαν τις χορδές του ανέμου
στα μαύρα σου μαλλιά

Σ’ ακολουθούσα εγώ
σαν το ψηλό χορτάρι
τον άνεμο
Σε τραγουδούσα εγώ

Μια θάλασσα μικρή,
μια θάλασσα μικρή
πικρά σ’ αποχαιρέτησε,
σε περιμένει
Μια θάλασσα μικρή

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Γιάννης Δούκας

















Μονόδρομοι

           *Στον Bernard Knox

 Ζούσαν την εποχή των μονοδρόμων
 κι έτσι, νομίζω, το ' χανε συλλάβει :
 άσπρο και μαύρο, αφεντικά και σκλάβοι,
 αυτός είναι ο καιρός, αυτός ο γνώμων

 που δίνει στην κοινή μορφή το σχήμα
  της ένωσης και την αυτονομία
 στη στράτευση. Απ' την προϊστορία
 υψώνεται σαν πλάσμα, σώμα, κύμα

 που αίμα κυλά, πηγάζει απ' το αίμα
 εδώ , μέσα στο μάτι του Λονδίνου.
 Αλήθεια και γλυπτό τους μνήμα γίνου:
 πως τελικά η θέση είναι το θέμα,

 η θέση στο βαθύτατα επείγον,
 και είναι πάντα υπόθεση των λίγων.

[ Το σύνδρομο Σταντάλ , πόλις,
2013]

* Διακεκριμένος Άγγλος κλασικός φιλόλογος(1914-2010)
   Σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και
   πολέμησε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Στις Η.Π.Α. του μακαρθισμού
   η δράση αυτή του "εξασφάλισε" τον χαρακτηρισμό του
   " πρώιμου αντιφασίστα" ( premature antifascist), που αποτελούσε
   συνώνυμο του υπόπτου ως κομμουνιστή.

Ζούσαν την εποχή των μονοδρόμων
κι έτσι, νομίζω, το ’χανε συλλάβει:
άσπρο και μαύρο, αφεντικά και σκλάβοι,
αυτός είναι ο καιρός, αυτός ο γνώμων
που δίνει στην κοινή μορφή το σχήμα
της ένωσης και την αυτονομία
στη στράτευση. Απ’ την προϊστορία
υψώνεται σαν πλάσμα, σώμα, κύμα
που αίμα κυλά, πηγάζει απ’ το αίμα
εδώ, μέσα στο Μάτι του Λονδίνου.
Αλήθεια και γλυπτό τους μνήμα γίνου:
πως τελικά η θέση είναι το θέμα,
η θέση στο βαθύτατα επείγον,
και είναι πάντα υπόθεση των λίγων.
- See more at: https://left.gr/news/damazontas-ta-keimena#sthash.JD8a6kke.dpuf
Ζούσαν την εποχή των μονοδρόμων
κι έτσι, νομίζω, το ’χανε συλλάβει:
άσπρο και μαύρο, αφεντικά και σκλάβοι,
αυτός είναι ο καιρός, αυτός ο γνώμων
που δίνει στην κοινή μορφή το σχήμα
της ένωσης και την αυτονομία
στη στράτευση. Απ’ την προϊστορία
υψώνεται σαν πλάσμα, σώμα, κύμα
που αίμα κυλά, πηγάζει απ’ το αίμα
εδώ, μέσα στο Μάτι του Λονδίνου.
Αλήθεια και γλυπτό τους μνήμα γίνου:
πως τελικά η θέση είναι το θέμα,
η θέση στο βαθύτατα επείγον,
και είναι πάντα υπόθεση των λίγων.
- See more at: https://left.gr/news/damazontas-ta-keimena#sthash.JD8a6kke.dpuf
Ζούσαν την εποχή των μονοδρόμων
κι έτσι, νομίζω, το ’χανε συλλάβει:
άσπρο και μαύρο, αφεντικά και σκλάβοι,
αυτός είναι ο καιρός, αυτός ο γνώμων
που δίνει στην κοινή μορφή το σχήμα
της ένωσης και την αυτονομία
στη στράτευση. Απ’ την προϊστορία
υψώνεται σαν πλάσμα, σώμα, κύμα
που αίμα κυλά, πηγάζει απ’ το αίμα
εδώ, μέσα στο Μάτι του Λονδίνου.
Αλήθεια και γλυπτό τους μνήμα γίνου:
πως τελικά η θέση είναι το θέμα,
η θέση στο βαθύτατα επείγον,
και είναι πάντα υπόθεση των λίγων.
- See more at: https://left.gr/news/damazontas-ta-keimena#sthash.JD8a6kke.dpuf

Μανώλης Ρασούλης















Εδώ στη ρωγμή του χρόνου

Εδώ στη ρωγμή του χρόνου
Κρύβομαι για να γλιτώσω,
απ’ του Ηρώδη το μαχαίρι
Μισολειωμένος στη Χιροσίμα σου
Κάτι προγόνων ξύδι και χολή
σ’ αυτήν την άδεια πόλη

Εδώ στη ρωγμή του χρόνου
Θάβομαι για να μεστώσω
μες του Διογένη το πιθάρι
Στον όγδοο μήνα της, είναι η ελπίδα μου
Σχεδόν το βρέφος γύρω περπατά
καθώς εσύ κουρνιάζεις

Εδώ στη γιορτή του πόνου
Ντύνομαι να μην κρυώνω
του Ουλιάνωφ το μειδίαμα
Σαντάλια του Χριστού, φορώ στα πόδια μου
Πραίτορες, βράχοι πάνω μου σωρό
μα `γω θα αναστηθώ

Μάνος Χατζιδάκις















Κάθε τρελό παιδί


Κείνο το πρωί του είπα καλημέρα
κείνο το πρωί του είπα καλημέρα.

Κάθε τρελό παιδί
έχει στο χέρι
φιλί της Παναγιάς
κι ένα μαχαίρι.

Κι η μάνα του δεν τραγουδά
κι η μάνα του δεν τραγουδά.

Κάθε που σφάζονται
δυο περιστέρια
η νύχτα καίγεται
στα δυο του χέρια.

Και το κορίτσι δε μιλά
και το κορίτσι δε μιλά.

 Στίχοι :  Μάνος Χατζιδάκις

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Χουλιαράς Νίκος















Τα ποιήματα στο δρόμο


Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
     Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
     Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
     Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
     Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
     Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
     Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
     Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
(από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Charles Baudelaire














Μεθύστε


Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος.
Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα.
Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου
που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,
πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.
Αλλά μεθύστε.

Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού,
στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,
μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας,
ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο η χαμένο,
ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,
το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά,
ρωτήστε τι ώρα είναι,
και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,
θα σας απαντήσουν:

- Είναι η ώρα να μεθύσετε!

Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Τζένη Μαστοράκη



















Δραπετεύω μεσ’ από τις λέξεις
που δεν είπα.
Εγκαταλείπομαι
στις ώρες που πιο πολύ αγάπησα
Αυτή η σιγή δεν έχει τέλος.
Τρομάζω να περιμένω
αυτό που δε θα’ ρθει.
Τρομάζω στη σκέψη
αυτών που δεν έγραψα.
Αυτή η σιγή
απόλυτα δική μου
με κατακερματίζει.


* Η φωτογραφία και το ποίημα είναι από το poiein.gr

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Κωνσταντίνος Καβάφης

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ομνύει κάθε τόσο       ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Aλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα            με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της,      και με τες υποσχέσεις της·
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα              με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.
(Κ. Καβάφης: Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Joy Division - Ian Curtis















Dead Souls(1979)

Someone take these dreams away,
That point me to another day,
A duel of personalities,
That stretch all true realities.

That keep calling me,
They keep calling me,
Keep on calling me,
They keep calling me.

Where figures from the past stand tall,
And mocking voices ring the halls.
Imperialistic house of prayer,
Conquistadors who took their share.

That keep calling me,
They keep calling me,
Keep on calling me,
They keep calling me.

Calling me, calling me, calling me, calling me.

They keep calling me,
Keep on calling me,
They keep calling me,
They keep calling me.


Πεθαμένες ψυχές

Κάποιος να απομακρύνει αυτά τα όνειρα,
Που με σπρώχνουν σε μια άλλη μέρα,
Μια μονομαχία χαρακτήρων
Που τεντώνει όλες τις αληθινές πραγματικότητες.

Που συνεχίζουν να με καλούν,
Συνεχίζουν να με καλούν,
Επιμένουν να με καλούν.

Όπου φιγούρες του παρελθόντος ορθόνονται πανύψηλες,
Και κοροϊδευτικές φωνές αντηχούν στις αίθουσες.
Ιμπεριαλιστικός οίκος προσευχής,
Κονκισταδόρες που πήραν το μερίδιό τους.


Που συνεχίζουν να με καλούν,
Συνεχίζουν να με καλούν,
Επιμένουν να με καλούν,
Συνεχίζουν να με καλούν

Να με καλούν, να με καλούν, να με καλούν.

Συνεχίζουν να με καλούν...

Μετάφραση: Χριστιάννα Σακελλαροπούλου

[DEBORAH CURTIS- ΙΑΝ ΚΕΡΤΙΣ ΚΑΙ JOY DIVISION, Αγγίζοντας από απόσταση, Νέα Σύνορα, Λιβάνη]

Ναπολέων Ναπαθιώτης














Είμαι μόνος...

 
Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω…
Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα!
Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα!
Τα αφήνω και γλιστρούν αργά στο πιάνο…
Παίζω στην τύχη, κάτι αγαπημένο,
Κάτι παλιό, και γνώριμο, και πλάνο..
Και πάλι σταματώ. Δεν επιμένω.
Θα προτιμούσα μάλλον να πεθάνω…

Ντίνος Χριστιανόπουλος













Εγκαταλείπω την ποίηση

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Θάνος Ανεστόπουλος ( Διάφανα Κρίνα)



















Λιγόστεψη

Τώρα πια
δεν είναι εύθραστη η ζωή σου
Γέμισε μέρες και νύχτες
από αντρικά σώματα
κραυγές ηδονής
νυχτερινές
χάπια πλαστικής ευτυχίας,
σκόνες θανάτου και τρέλας
και τραχιά αγγίγματα


Τώρα πια
η ζωή σου προχωράει
χωρίς την αύρα εκείνη
του ανείπωτου
χωρίς την θλίψη εκείνη
των πρωινών.
Τώρα
είσαι εσύ
Ξανά
ΕΣΥ!

[ Αρχίζω με το σ' αγαπώ, bibliotheque, σελ. 53]

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Γιάννης Αγγελάκας - Ποιητική συλλογή















Όλη μέρα εδώ
Γεμίζω αδειάζω τασάκια
Γεμίζω αδειάζω κουράγιο
Γεμίζω αδειάζω έρωτα
Τίποτα δεν πρέπει να γεμίζει
Πάνω από τα όριά του
Διαφορετικά ξεχειλίζει
Λερώνει
Σε βάζει σε μπελάδες

****************************


Συγνώμη που οι λέξεις ήταν λέξεις
και δεν ήταν σφαίρες
        κραυγές γλάρων
        ή παιδικές μελωδίες


*******************************




T. S . Eliot

















Οι κούφιοι άνθρωποι

        V

Εδώ πάμε γύρω απ' την φραγκοσυκιά
Φραγκοσυκιά, φραγκοσυκιά
Εδώ πάμε γύρω απ' την φραγκοσυκιά
Στις Πέντε το πρωί

Μεταξύ ιδέας
Και πραγματικότητας
Μεταξύ κίνησης
Και δράσης
Πέφτει η σκιά

Διότι δικό σου είναι το βασίλειο

Μεταξύ αντίληψης
Και δημιουργίας
Και απάντησης
Πέφτει η σκιά
  Η Ζωή είναι πολύ μακριά

Μεταξύ πόθου
Και σπασμού
Μεταξύ δύναμης
Και ύπαρξης
Μεταξύ ουσίας
Και πτώσης
Πέφτει η Σκιά
  Διότι δικό σου είναι το Βασίλειο

Διότι Δική σου
Ζωή είναι
Διότι Δική σου είναι ή

 Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει
 Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει
 Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει
 Όχι μ' ένα πάταγο αλλά μ' ένα λυγμό.


Νεκταρία Μενδρινού














Άστεγος


Πέθανε,
πέθανε από το κρύο
στη ρίζα
μιας μανταρινιάς του πάρκου,
πέθανε
και αυτό
δε συνέβη μακριά,
αλλά εδώ,
στην πόλη μου,
στο πάρκο με το ηρώο


και η πόλη μου
είναι μικρή
και δε χωρά
δικαιολογίες...

Κατερίνα Γώγου




















Θα' ρθει καιρός που θ' αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη -
μη βλέπεις εμένα - μην κλαίς.
Εσύ εισ' η ελπίδα
άκου θα' ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δεν θα βγαίνουν στην τύχη
Δεν θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλεά θα τη διαλέγουμε
δε θα' μαστε αλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι - σκέψου!-
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι - καταπίεση - μοναξιά - τιμή -
κέρδος - εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -
δε θέλω να λέω ψέματα -
δύσκολοι καιροί.
Και θα' ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω - μην περιμένεις κι απο μένα πολλά -
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω καλά :
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

Λένα Πλάτωνος
















 Ποτέ δεν σε είδα

Φεύγεις κάθε βράδυ στις δέκα η ώρα
κι αφήνεις στο δωμάτιο μια τρύπα
και σβηστά τα φώτα
Ανοίγω την παλιά εφημερίδα
και ψάχνω για κανένα σινεμά
Κι όμως αύριο το πρωί
θα με πάρεις στο τηλέφωνο ξανά
και γω θα την πατήσω
και θα γλιστρήσω
πάνω στη γυάλινη σου τη φωνή...
Φεύγεις κάθε βράδυ στις δέκα η ώρα
και μ’αφήνεις έκθετο στη ροή του δρόμου
με κραυγή διαβόλου.
Χτισμένη μες το στήθος μου κλεψύδρα
τα δάκρυα μου στάζει σιωπηλά
Δε σε γνώρισα ποτέ δε σε είδα

Στέργια Κάββαλου




  










αβρίλ 

ιδρώτας ποτίζει σαλεμένα λουλούδια.
άρωμα σκοντάφτει σε ευχετήριες λίστες.
κεφάλι σκύβει στην έφηβη υγρασία.

επιθυμία ζυμωμένη με θάνατο,
ηττημένη;

κι εμείς, οι πρωτότοκοι της ζέστης,
να μασουλάμε το ανθισμένο γάλα.
εμείς, οι εχθροί της άνοιξης,
να τριγυρνάμε κόντρα στη Γη.

[ Στέργια Κάββαλου, πλαστική άνοιξη , εκδ. Εκάτη]

Ελένη Μαρινάκη

















ΑΠΟΥΣΙΑ

 Έχεις μια χαραμάδα έγχρωμη,
μου είπες
και μαύρισε η θάλασσα.
Τί να την κάνω τώρα αυτή τη χαραμάδα
το άνοιγμα της μέσα μου ζωής
αφού δεν ξέρω να μιλώ.
Έκλεισα όλα τα παράθυρα
κοιμήθηκα στο περιθώριο της μνήμης
στο άσπρο που αφήνουν οι πληγές
στερέωσα τις μέρες μου.
Και πέρασε η άνοιξη.

[Ο χρόνος τότε, Γαβριηλίδης]


Χωρίς ταυτότητα
και τόπο διαμονής η νύχτα
έχει στιλέτο στο δεξί μανίκι
σκουριά και αίμα
παραδίνει δεματάκια
άγνωστα κείμενα
πορίσματα κλεμμένα.

Περνά στις φλέβες δυναμίτη
και ξαπλώνει
αργά μετράει ως το δέκα
και κοιμάται
το όνομά της λέει μπερδεμένο.

Λαθρεπιβάτης στη ζωή της
ταξιδεύει
με ψεύτικα τρενάκια
δίχως ράγες.

[ Τώρα αίμα, Γαβριηλίδης]

Είμαι σε ενυδρείο
χωρίς μάσκα
Πράσινο νερό
διυλίζει τον αέρα.
Δεν έχω σώμα.

Τυλιγμένη με μεμβράνες
επωάζω θυμούς
με δόντια καρχαρία
ετοιμάζομαι να επιτεθώ
στα αμφίβια μεσημέρια.

[ Εδώ στο λίγο, Γαβριηλίδης]

Θρύμματα

Όλα τα ρεμπέτικα που μου θυμίζουν εσένα
γίνανε ελαφριά μουσική και σέρνονται στους δρόμους
διαλύοντας έναν ένα τους στίχους τους.
Δεν έμεινε τίποτα για να σε γνωρίζω.

        1.1.1985
[ Περνώντας βάφεσαι μπλε, Πλέθρον]